- μηκυνεῖ
- μηκύνωlengthenfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)μηκύνωlengthenfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηκύνει — μηκύ̱νει , μηκύνω lengthen aor subj act 3rd sg (epic) μηκύ̱νει , μηκύνω lengthen pres ind mp 2nd sg μηκύ̱νει , μηκύνω lengthen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek